|
|
Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:
Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε. Η εγγραφή για τον όρο outward παρατίθεται στη συνέχεια. Δείτε επίσης: flow
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: | Κύριες μεταφράσεις |
outward, outwards adv | (towards the outside) | προς τα έξω φρ ως επίρ |
| | This door opens outward. |
| | Αυτή η πόρτα ανοίγει προς τα έξω. |
| outward adj | (leaving, departing) | εξερχόμενος μτχ ενεστ |
| | | που εξέρχεται, που φεύγει περίφρ |
| | A pipe carries away the outward flow of water. |
| | Ένας σωλήνας μεταφέρει την εξερχόμενη ροή του νερού. |
| outward adj | (what others see) | φαινομενικός επίθ |
| | (εμφάνιση) | εξωτερικός επίθ |
| | Don's outward show of happiness masked the grief he was really feeling. |
| | Η φαινομενική εικόνα χαράς του Ντον έκρυβε τον πόνο που πραγματικά ένιωθε. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| outward adj | (external) | εξωτερικός επίθ |
| | Outward influences affect Jenny deeply. |
| outward adj | (toward the outside) | εξωτερικός επίθ |
| | The outward courtyard gets the afternoon sun. |
outward, outwards adv | (away from yourself) | πιο έξω, πιο πέρα, πιο μακριά φρ ως επίρ |
| | (ανεπίσημο) | παραέξω επίρ |
| | For this country to develop, it needs to look outwards. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Ο όρος 'outward flow' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
|
|